ροδίζω


ροδίζω
Προφορά

Ετυμολογία
ροδίζω μεταγενέστερη ελληνική ῥοδίζω

Ερμηνεία
ρήμα ροδίζω

✦ αποχτώ ρόδινο χρώμα, κοκκινίζω: τα σταφύλια ό,τι παίρναν και ρόδιζαν στην κληματαριά (Κ. Χατζόπουλος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.