ρηγμάτωση


ρηγμάτωση
Προφορά

Ετυμολογία
ρηγμάτωση ρήγμα, -ατος + κατάλ. -ωση• απόδοση στην └ελλ┘ του └αγγλ┘όρου fracture

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ρηγμάτωση

✦ δημιουργία ρωγμών σε στερεό σώμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.