ραντιστήρι Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply ραντιστήριΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/5/ραντιστήρι.mp3Ετυμολογίαραντιστήρι ραντίζω Ερμηνείαουσιαστικό└ουδέτερο┘ το ραντιστήρι ✦ δοχείο με διάτρητο πώμα ή λεπτό σωλήνα εκροής για ράντισμα φυτών, λουλουδιών κτλ. Συνώνυμαψεκαστήρα, ποτιστήριΑντίθετα–Επιρρήματα–