ραβαΐσι
Προφορά
Ετυμολογία
ραβαΐσι └τουρκ┘λ.
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ραβαΐσι
✦ ξεφάντωμα, γλέντι
✦ (συνεκδ.) θόρυβος, φασαρία: η προεκλογική περίοδος τεντώνεται σε ατέλειωτο αλισιβερίσι και ραβαΐσι (Μ. Πλωρίτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–