ραίνω
Προφορά
Ετυμολογία
ραίνω αρχαία ελληνική ῥαίνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ραίνω
✦ ραντίζω
✦ (κατ’ επέκτ.) πασπαλίζω
✦ (μτφ. ) περιβάλλω κάποιον με κάτι, σκορπίζω επάνω του: έραναν τη νύφη με ανθοπέταλα – τη ράνανε με λουλούδια χαμογελώντας γιορτινά (Άγγ. Τερζάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–