ράμπα
Προφορά
Ετυμολογία
ράμπα └γαλλ┘ rampe
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ράμπα
✦ κεκλιμένο επίπεδο που κατασκευάζεται ή τοποθετείται για να συνδέει δύο οριζόντιες επιφάνειες που βρίσκονται σε διαφορετικό ύψος
✦ ειδική κατασκευή σε συνεργείο αυτοκινήτων καθώς και ο σχετικός μεταλλικός μηχανισμός για την τοποθέτηση του αυτοκινήτου σε ψηλότερη σχάρα από το δάπεδο ή για την ανύψωσή του, ώστε να γίνουν εργασίες στο κάτω μέρος του οχήματος
✦ (θεατρ.) σειρά φώτων σε όλο το πλάτος του προσκηνίου, που φωτίζουν μόνο τους ηθοποιούς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–