ράβδος
Προφορά
Ετυμολογία
ράβδος αρχαία ελληνική ῥάβδος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ράβδος
✦ κυλινδρικό ξύλινο στέλεχος που χρησιμεύει για στήριξη του σώματος κατά το βάδισμα, είτε ως πρόχειρο όπλο άμυνας ή επίθεσης κτλ., βακτηρία, μπαστούνι, μαγκούρα
✦ σύμβολο αξιώματος, εξουσίας ή και ιδιότητας: ποιμαντική-στραταρχική ράβδος
✦ μαγική ράβδος, η ράβδος του ταχυδακτυλουργού – αγία ράβδος, το ξυλοκόπημα
✦ κάθε αντικείμενο που έχει σχήμα ραβδιού
✦ (παροιμ.) ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει, για παράλογους συλλογισμούς ή ασυνάρτητα λόγια – όπου δεν πείθει λόγος, πίπτει ράβδος, οι ανυπάκουοι πρέπει να τιμωρούνται
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–