πόλεμος
Προφορά
Ετυμολογία
πόλεμος αρχαία ελληνική πόλεμος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πόλεμος
✦ ένοπλη σύγκρουση μεταξύ κρατών ή εθνών
✦ μάχη
✦ η διάρκεια εμπόλεμης κατάστασης
✦ (μτφ. ) έντονος αγώνας για επικράτηση, ανταγωνισμός
✦ (μτφ. ) ανταγωνισμός, άμιλλα
✦ πόλεμος νεύρων, προσπάθεια για καταπτόηση
✦ πυρηνικός – βιολογικός – χημικός πόλεμος, πόλεμος κατά τον οποίο χρησιμοποιούνται ανάλογα όπλα
✦ εμφύλιος πόλεμος, ο μεταξύ οργανωμένων πολιτικών μερίδων του ίδιου έθνους
✦ ψυχρός πόλεμος, όρος που χρησιμοποιήθηκε από το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, για τον χαρακτηρισμό της έντασης στον πολιτικό, διπλωματικό και στρατιωτικό τομέα, που επικράτησε σε διάφορες χρονικές περιόδους, ανάμεσα στις ΗΠΑ και στην ΕΣΣΔ
✦ ιερός πόλεμος, πόλεμος που διεξάγεται για θρησκευτικούς λόγους
✦ ψυχολογικός πόλεμος, η χρήση μέτρων και μέσων που αποσκοπούν στην εξασθένιση και καταπτόηση αντίπαλου πληθυσμού ή στρατού
✦ ηλεκτρονικός πόλεμος, το σύνολο των μεθόδων και μέσων που χρησιμοποιούνται, για να εξουδετερωθεί ο ηλεκτρονικός εξοπλισμός του αντιπάλου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ειρήνη
Επιρρήματα
–