πυρώνω
Προφορά
Ετυμολογία
πυρώνω όψιμο μεσαιωνική ελληνική πυρώνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πυρώνω
✦ ζεσταίνω με φωτιά
✦ πυρακτώνω, δίνω σε κάτι το κόκκινο χρώμα της φωτιάς: μαζί με το φεγγάρι, που επύρωνε ως βασίλευε, τη σιωπηλή αγωνία (Άγγ. Σικελιανός)
✦ προκαλώ φούντωμα, ξανάβω: πύρωνε θείος Ιούλιος μήνας (Κ. Καβάφης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–