πυροδοτώ
Προφορά
Ετυμολογία
πυροδοτώ πυροδότης
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πυροδοτώ -είς, -εί
✦ βάζω φωτιά σε εκρηκτικό γέμισμα
✦ (μτφ. ) δημιουργώ την αφορμή για να μεταβληθεί μια κατάσταση, για να επικρατήσει ένταση ή συγκρούσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–