πυρηνικός


πυρηνικός
Προφορά

Ετυμολογία
πυρηνικός πυρήν• οι επιστημ. όροι είναι απόδ. από του └αγγλ┘όρου nuclear

Ερμηνεία
επίθετο┘ πυρηνικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στον πυρήνα του ατόμου ή του κυττάρου
✦ πυρηνική φυσική, κλάδος της φυσικής που μελετά τον πυρήνα του ατόμου της ύλης
✦ πυρηνικός επιστήμονας, επιστήμονας που έχει ειδικευθεί στην πυρηνική φυσική
✦ πυρηνική δύναμη, η ενέργεια που προέρχεται από πυρηνική αντίδραση· χώρα που κατέχει ατομικά όπλα
✦ πυρηνικά όπλα, που λειτουργούν με τη διάσπαση του πυρήνα του ατόμου
✦ πυρηνικός πόλεμος, ο πόλεμος με ατομικά όπλα
✦ πυρηνική ομπρέλα, υποθετική προστασία μιας χώρας από τις συνέπειες ενός πυρηνικού πολέμου, που επιτυγχάνεται διά της συμμαχίας με χώρα που κατέχει πυρηνικά όπλα
✦ πυρηνικός χειμώνας, περίοδος που προβλέπεται ότι θα ακολουθήσει έναν γενικευμένο πυρηνικό πόλεμο, κατά την οποία θα επικρατήσει σκοτεινιά και υπερβολική πτώση της θερμοκρασίας
✦ πυρηνική ιατρική, κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τη χρήση ραδιενεργών ουσιών στην έρευνα, διάγνωση και θεραπεία
✦ (κοινων.) πυρηνική οικογένεια, τύπος οικογένειας των βιομηχανικών κυρίως κοινωνιών, που αποτελείται από το σύζυγο, τη σύζυγο και τα εξαρτώμενα απ’ αυτούς τέκνα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.