πυρανάφλεξη


πυρανάφλεξη
Προφορά

Ετυμολογία
πυρανάφλεξη πυρ + ανάφλεξη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πυρανάφλεξη

✦ αυτόματη ανάφλεξη του καύσιμου υλικού μηχανών εσωτερικής καύσεως

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.