πτώση
Προφορά
Ετυμολογία
πτώση αρχαία ελληνική πτῶσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πτώση
✦ η προς τα κάτω φορά, πέσιμο
✦ (μτφ. για πόλεις κ. οχυρά) άλωση, εκπόρθηση
✦ (για πρόσ.) έκπτωση από αρχή ή θέση
✦ κατάπτωση ηθική
✦ ελάττωση, εξασθένιση, μείωση
✦ (για οικον. αξίες) υποτίμηση
✦ (γραμμ.) κάθε κλιτικός τύπος που προσδιορίζεται από τις καταλήξεις των πτωτικών μερών του λόγου |(ιατρ.) μετατόπιση σπλάχνου προς τα κάτω
✦ (μουσ.) μελωδική διαδοχή φθόγγων ή συγχορδιών που σημαίνει το τέλος μουσικής φράσης ή της όλης σύνθεσης ή και μέρους της
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–