πτωτικός
Προφορά
Ετυμολογία
πτωτικός μεταγενέστερη ελληνική πτωτικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πτωτικός -ή, -ό
✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πτώση, ή παρουσιάζει τάση για πτώση: πτωτική πορεία του πληθωρισμού
✦ ο σχετικός με τις γραμματικές πτώσεις
✦ πληθ. ουδ. τα πτωτικά ως ουσ., τα μέρη του λόγου που έχουν πτώσεις (άρθρο, ουσιαστικό, επίθετο, αντωνυμία, μετοχή)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–