πρόσληψη
Προφορά
Ετυμολογία
πρόσληψη αρχαία ελληνική πρόσληψις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πρόσληψη
✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του προσλαμβάνω, η κατάσταση του προσλαμβανόμενου
✦ (ψυχολ.) αφομοίωση νέων παραστάσεων με τη βοήθεια ανάλογων παραστάσεων που υπάρχουν ήδη στη συνείδηση
✦ (από το γερμ. Rezeption) στη θεωρία της λογοτεχνίας, μετατόπιση του βάρους της εξέτασης ενός λογοτεχνικού έργου από τον συγγραφέα στον αναγνώστη και του τρόπου με τον οποίο αυτός αντιλαμβάνεται το έργο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–