πρόγνωση
Προφορά
Ετυμολογία
πρόγνωση μεταγενέστερη ελληνική πρόγνωσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πρόγνωση
✦ πρόβλεψη: πρόγνωση του καιρού |(ιατρ.) η από τα πριν συναγωγή συμπερασμάτων για τα επακόλουθα ή ενδεχόμενα μιας αρρώστιας: υπάρχει δυσμενής πρόγνωση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–