προτεκτοράτο
Προφορά
Ετυμολογία
προτεκτοράτο └γαλλ┘ protectorat
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το προτεκτοράτο
✦ συμβατική σχέση μεταξύ κρατών κατά την οποία το ένα απ’ αυτά, η προστάτιδα δύναμη, αναλαμβάνει τη διεύθυνση των εξωτερικών υποθέσεων του άλλου
✦ το κράτος στο οποίο επιβαλλόταν μία τέτοιας μορφής προστασία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–