προστάτρια
Προφορά
Ετυμολογία
προστάτρια αρχαία ελληνική προστάτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο προστάτρια
✦ θηλ. προστάτρια κ. προστάτισσα κ. προστάτιδα (Κ -τις, -ιδος) που προστατεύει, κηδεμόνας
✦ υπερασπιστής, προασπιστής
✦ αρωγός: προστάτης των γραμμάτων και των τεχνών
✦ προαγωγός, νταβατζής: προστάτης γυναικών
✦ (αργκό) αυτός που εκβιαστικά και επ’ αμοιβή προσφέρει φροντίδα ή υποστήριξη σε κάποιον, που πουλάει προστασία
✦ ο προστάτης,(ιατρ.) αδένας προσαρτημένος στο γεννητικό σύστημα του άνδρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–