προσγειώνω


προσγειώνω
Προφορά

Ετυμολογία
προσγειώνω αρχαία ελληνική επίθετο πρόσγειος

Ερμηνεία
ρήμα προσγειώνω

✦ φέρνω αεροσκάφος στο έδαφος
(μτφ. ) επαναφέρω στην πραγματικότητα: διαρκώς ονειροβατεί, πρέπει κάποιος να τον προσγειώνει
✦ (μέσ.) προσγειώνομαι, κατεβαίνω από τον αέρα στο έδαφος
(μτφ. ) αφήνω τις ονειροπολήσεις και αντιμετωπίζω την πραγματικότητα: δεν εννοεί να προσγειωθεί
✦ μτχ. παθ. πρκμ. προσγειωμένος, -η, -ο ως επίθ. αυτός που έχει αντίληψη της πραγματικότητας και ενεργεί αναλόγως, ρεαλιστής

Συνώνυμα

Αντίθετα
απογειώνω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.