προπύργιο
Προφορά
Ετυμολογία
προπύργιο μεταγενέστερη ελληνική προπύργιον, └ουδ┘ του επιθέτου προπύργιος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το προπύργιο
✦ μικρός πύργος μπροστά από άλλους μεγαλύτερους ως οχύρωμα, προτείχισμα, προμαχώνας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–