προπονήτρια
Προφορά
Ετυμολογία
προπονήτρια προπονώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο προπονήτρια
✦ θηλ. προπονήτρια αυτός που έχει ειδικευθεί στην προγύμναση και γεν. στη μεθοδική προετοιμασία, με κατάλληλες ασκήσεις, αθλητών, ομάδων ποδοσφαίρου, μπάσκετ κτλ. και ζώων, ιδ. αλόγων, για τη διεκδίκηση νίκης σε αγώνες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–