προπαγανδίστρια
Προφορά
Ετυμολογία
προπαγανδίστρια προπαγανδίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο προπαγανδίστρια
✦ θηλ. προπαγανδίστρια πρόσωπο που ενεργεί προπαγάνδα: προπαγανδιστής αναρχικών ιδεών
✦ διαφημιστής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–