προμηνύω
Προφορά
Ετυμολογία
προμηνύω αρχαία ελληνική προ-μηνύω
Ερμηνεία
προμηνύω
✦ -άς, -ά κ. προμηνύω ρ. (προμήνυσα) φανερώνω ότι κάτι πρόκειται να συμβεί, προαναγγέλλω, προοιωνίζομαι: προφήτης κανένας δεν μου την προμήνυσε (Τ. Παπατσώνης)
✦ (παθ. γ΄ πρόσ.) προμηνύεται, φαίνεται, αναμένεται ότι κάτι θα συμβεί: προμηνύεται βροχή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–