προεξοφλήτρια
Προφορά
Ετυμολογία
προεξοφλήτρια προεξοφλώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο προεξοφλήτρια
✦ θηλ. προεξοφλήτρια αυτός που καταβάλλει, με χρηματικό κέρδος, το αντίτιμο απαιτήσεως, πριν από τη λήξη της καθορισμένης προθεσμίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–