προγονολάτρισσα
Προφορά
Ετυμολογία
προγονολάτρισσα πρόγονος + λάτρης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο προγονολάτρισσα
✦ θηλ. προγονολάτρισσα αυτός που λατρεύει τους προγόνους του αποδίδοντάς τους θρησκευτικές τιμές
✦ προγονόπληκτος (βλ. λ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–