πριαπισμός
Προφορά
Ετυμολογία
πριαπισμός μεταγενέστερη ελληνική πριαπισμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πριαπισμός
✦ παρατεταμένη και επώδυνη στύση χωρίς γενετήσια επιθυμία, που αποτελεί σύμπτωμα διαφόρων παθήσεων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–