πρεσβύτερος
Προφορά
Ετυμολογία
πρεσβύτερος αρχαία ελληνική πρεσβύτερος, συγκριτ. του πρεσβύτης
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πρεσβύτερος -η, -ο
✦ μεγαλύτερος, γεροντότερος
✦ αρσ. πρεσβύτερος ως ουσ., έγγαμος ιερέας· θηλ. πρεσβυτέρα, η σύζυγός του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–