πρήσκω
Προφορά
Ετυμολογία
πρήσκω ἔπρησα, αόρ. του αρχαίου ελληνικού πρήθω
Ερμηνεία
πρήσκω
✦ κ. πρήσκω ρ. (έπρηξα, πρήστηκα, πρησμένος) διογκώνω
✦ (μτφ. ) βασανίζω, ταλαιπωρώ: τον έπρηξες τον άνθρωπο με την γκρίνια σου – φρ. του ‘πρηξε το συκώτι
✦ (παθ.) πρήζομαι, παθαίνω οίδημα: πρήστηκε το μάγουλό του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–