πολύχρονος
Προφορά
Ετυμολογία
πολύχρονος μεταγενέστερη ελληνική πολύχρονος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πολύχρονος -η, -ο
✦ αυτός που διαρκεί πολλά χρόνια, μακροχρόνιος: συνήθειά του πολύχρονη να προστρέχει στον παλιό του φίλο, στις κρίσιμες ημέρες (Γ. Θεοτοκάς)
✦ μακρόβιος, που ζει πολλά χρόνια (ιδ. σε ευχετήριες φρ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
λιγόχρονος
Επιρρήματα
–