πολύ
Προφορά
Ετυμολογία
πολύ αιτ. └ουδ┘ εν. του πολύς
Ερμηνεία
└επίρρημα┘ πολύ
✦ σε μεγάλο βαθμό
✦ υπερβολικά
✦ επί μεγάλο χρονικό διάστημα
✦ φρ. μετ’ ου πολύ, συντομότατα
✦ φρ. πολύ που…, καθόλου δεν: πολύ που με νοιάζει – πολύ που φροντίζει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–