πολυέλαιος


πολυέλαιος
Προφορά

Ετυμολογία
πολυέλαιος μεσαιωνική ελληνική πολυέλαιος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πολυέλαιος

✦ μεγάλο κρεμαστό πολύφωτο, ιδ. σε εκκλησίες: καίει ένας πολυέλαιος ωραίος και κορώνει (Κ. Καβάφης)
✦ φρ. σιγά τον πολυέλαιο, ειρων. για πρόσωπο ή πράγμα ασήμαντο, ανάξιο λόγου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.