πολλαπλασιάζω
Προφορά
Ετυμολογία
πολλαπλασιάζω αρχαία ελληνική πολλαπλασιάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πολλαπλασιάζω
✦ αυξάνω κατά ποσότητα, μέγεθος ή αριθμό
✦ επαυξάνω, εντείνω: πρέπει να πολλαπλασιάσεις τις προσπάθειές σου
✦ (μαθημ.) κάνω πολλαπλασιασμό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–