ποιητικός
Προφορά
Ετυμολογία
ποιητικός αρχαία ελληνική ποιητικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ποιητικός -ή, -ό
✦ ο χαρακτηριστικός της ποίησης ή του ποιητή: ποιητικός λόγος – ποιητική έκφραση
✦ (μτφ. ) ο εξαιρετικής ωραιότητας
✦ θηλ. ποιητική ως ουσ., η τέχνη της σύνθεσης ποιημάτων
✦ θεωρία για την ουσία και τη μορφή της ποίησης
✦ φρ. ποιητική αδεία, με τη χαρακτηριστική για τους ποιητές ελευθερία στη χρήση της γλώσσας
✦ (γραμμ.) ποιητικό αίτιο, συντακτικός όρος που δηλώνει το πρόσωπο ή το πράγμα από το οποίο προέρχεται το πάθος του υποκειμένου του ρήματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
πεζός
Επιρρήματα
ποιητικά (Κ ποιητικώς)