ποδοκόπι
Προφορά
Ετυμολογία
ποδοκόπι μεσαιωνική ελληνική ποδοκόπι(ον)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ποδοκόπι
✦ κοπιαστική πεζοπορία
✦ φιλοδώρημα ή αμοιβή για υπηρεσία που χρειάστηκε τρέξιμο ή πεζοπορία: πάρε κείνο το χερόβολο την ταγή. Δώσ’ του το για ποδοκόπι (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–