πνίγω
Προφορά
Ετυμολογία
πνίγω αρχαία ελληνική πνίγω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πνίγω
✦ θανατώνω με στραγγαλισμό ή με βύθιση στο νερό ή με εισπνοή δηλητηριωδών αερίων
✦ (μτφ. ) προκαλώ μεγάλη δυσφορία
✦ (για αγριόχορτα) φυτρώνω κοντά σ’ ένα φυτό και το εμποδίζω να αναπτυχθεί
✦ (μτφ. ) καταπιέζω, δεν αφήνω να εκδηλωθεί ένα συναίσθημά μου: κι έφευγε βιαστικά, σκυμμένος, πνίγοντας ένα γέλιο (Κ. Καρυωτάκης)
✦ καλύπτω σε μεγάλη έκταση ή σε μεγάλο βαθμό: πόλη πνιγμένη στο πράσινο
✦ (μέσ.) πνίγομαι, ασφυκτιώ
✦ φρ. πνίγομαι στη δουλειά, έχω πολλή δουλειά – πνίγεται σε μια κουταλιά νερό, χάνει την ψυχραιμία του για ασήμαντες αιτίες – με πνίγει το δίκιο, αγανακτώ, επειδή αδικούμαι: τον έπνιγε το δίκιο… διαμαρτυρόταν έντονα (Άγγ. Τερζάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–