πλεοναστικός


πλεοναστικός
Προφορά

Ετυμολογία
πλεοναστικός πλεονάζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ πλεοναστικός -ή, -ό

✦ που περισσεύει
✦ που παρουσιάζει πλεόνασμα

Συνώνυμα

Αντίθετα
ελλειμματικός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.