πλατέα
Προφορά
Ετυμολογία
πλατέα αρχαία ελληνική πλατεῖα (ενν. ὁδός), └θηλ┘ του επιθέτου πλατύς
Ερμηνεία
πλατέα
✦ μεγάλη επίπεδη και ειδικά διαμορφωμένη έκταση μέσα σε πόλη ή χωριό: γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κι οι πλατείες; (Κ. Καβάφης)
✦ ο χώρος για τους θεατές μπροστά από τη σκηνή θεάτρου ή ορχήστρας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–