πικετοφορία
Προφορά
Ετυμολογία
πικετοφορία πικέτο + φέρω• πρβλ. λαμπαδηφορία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πικετοφορία
✦ η προβολή πολιτικών ή κοινωνικών αιτημάτων με επιγραφές (βλ. πικέτο) σε χαρτόνι, ύφασμα κτλ., που προσαρμόζει ο διαδηλωτής ως ένδυμα στο σώμα του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–