πιετισμός
Προφορά
Ετυμολογία
πιετισμός └γαλλ┘ pietisme
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πιετισμός
✦ θρησκευτική τάση στους κόλπους του λουθηρανισμού, που αποδίδει την τελειοποίηση του ανθρώπου στην επενέργεια του Λόγου του Θεού και την ατομική προσπάθεια του πιστού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–