πιέζω
Προφορά
Ετυμολογία
πιέζω αρχαία ελληνική πιέζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πιέζω
✦ πατώ κάτι με δύναμη ώστε να υποχωρήσει η επιφάνειά του ή να μειωθεί ο όγκος του, ζουλώ
✦ συνθλίβω καρπό για να βγει ο χυμός του
✦ (μτφ. ) ασκώ πίεση στον αντίπαλο μαχόμενο στρατό και ιδ. σ’ ένα σημείο των θέσεών του για να τον αναγκάσω να υποχωρήσει
✦ (μτφ. αθλητ.) καταπονώ την αντίπαλη ομάδα αναπτύσσοντας έντονη δράση: οι παίκτες πιέζουν την άμυνα των αντιπάλων από την αρχή του αγώνα
✦ (μτφ. ) στενοχωρώ, εξαναγκάζω κάποιον να δεχτεί κάτι παρά τη θέλησή του
✦ (μτφ. ) αναπτύσσω έντονη δραστηριότητα, προβαίνω σε διάφορες ενέργειες για να αναγκάσω κάποιον να κάνει αυτό που επιθυμώ ή θεωρώ σημαντικό: οι Αμερικανοί πιέζουν την ελληνική κυβέρνηση να άρει το εμπάργκο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–