πιάτο
Προφορά
Ετυμολογία
πιάτο └ιταλ┘piatto
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πιάτο
✦ σκεύος στο οποίο σερβίρεται φαγητό: ρηχά – βαθιά πιάτα – πιάτο του γλυκού – του φρούτου
✦ ό,τι περιέχεται σ’ ένα πιάτο
✦ το κάθε φαγητό που σερβίρεται: πρώτο – δεύτερο πιάτο – κυρίως πιάτο
✦ φρ. το θέλει στο πιάτο, έτοιμο, χωρίς να κοπιάσει ο ίδιος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–