πιάν


πιάν
Προφορά

Ετυμολογία
πιάν └γαλλ┘ pian

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το πιάν

✦ λοιμώδης, χρόνια νόσος, διαδεδομένη στις τροπικές χώρες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.