πηδώ
Προφορά
Ετυμολογία
πηδώ αρχαία ελληνική πηδῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πηδώ -άς, -ά
✦ τινάζομαι προς τα πάνω και σε απόσταση, υψώνομαι με τίναγμα πάνω από το έδαφος, μεταφέρομαι με άλμα από ένα σημείο σε άλλο
✦ περνώ με πήδημα πάνω από κάποιον ή από κάτι
✦ (κ. μτφ.) υποσκελίζω: πήρε προαγωγή πηδώντας πολλούς αρχαιότερους
✦ ανατινάζομαι, σκιρτώ: χαίρεται το ερίφιο, που πηδά χαρμόσυνα (Αλ. Παπαδιαμάντης) – φρ. πηδώ από τη χαρά μου
✦ (μτφ. ) αλλάζω απότομα αντικείμενο λόγου, σκέψης ή ενέργειας: πηδούσε από το ένα θέμα στο άλλο
✦ (μτφ. ) παραλείπω κάτι κατά την ανάγνωση ή την αντιγραφή: βιαζόταν να τελειώσει και πήδησε ολόκληρα κεφάλαια
✦ (για πρόσ.) συνουσιάζομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–