περισπούδαστος
Προφορά
Ετυμολογία
περισπούδαστος μεταγενέστερη ελληνική περισπούδαστος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ περισπούδαστος -η, -ο
✦ ο άξιος σπουδής, μελέτης: συγγραφέας πολλών και περισπούδαστων κοινωνιολογικών άρθρων (Γ. Θεοτοκάς)
✦ σημαντικός, σπουδαίος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
περισπουδάστως κ. -αστα