πεισματάρης


πεισματάρης
Προφορά

Ετυμολογία
πεισματάρης πείσμα

Ερμηνεία
επίθετο┘ πεισματάρης -α, -ικο

✦ αυτός που έχει πείσμα: πεισματάρα γυναίκα

Συνώνυμα
πείσμων, ισχυρογνώμων
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.