παρελθόν
Προφορά
Ετυμολογία
παρελθόν αρχαία ελληνική παρελθόν, └ουδ┘ της μτχ. παρελθών, του παρέρχομαι
Ερμηνεία
παρελθόν
✦ χρόνος που πέρασε
✦ ό,τι είναι χρονικά περασμένο, η περασμένη ζωή ατόμων, ομάδων ή λαών, η ιστορία τους: ένδοξο παρελθόν
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
μέλλον
Επιρρήματα
–