παραπέτο


παραπέτο
Προφορά

Ετυμολογία
παραπέτο └βενετ┘ parapeto

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το παραπέτο

✦ χαμηλό προστατευτικό τείχισμα σε γέφυρα, δρόμο, μπαλκόνι κτλ., στηθαίο, θωράκιο: ο δρόμος ήταν στενός, χωρίς κανένα παραπέτο (Γ. Μπεράτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.