παραλλάζω
Προφορά
Ετυμολογία
παραλλάζω αρχαία ελληνική παραλλάσσω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ παραλλάζω
✦ επιφέρω μικρή αλλαγή σε κάτι, τροποποιώ ελαφρά
✦ (αμτβ.) έχω ελάχιστη διαφορά από άλλο όμοιο πράγμα
✦ (ναυτ. για πλοίο) παραπλέω σημείο της ακτής ώστε η γραμμή πλεύσης και σκόπευσης του σημείου να τέμνονται καθέτως, καβατζάρω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–