πανομοιότυπος
Προφορά
Ετυμολογία
πανομοιότυπος παν + όμοιος + τύπος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πανομοιότυπος -η, -ο
✦ συνήθως στο ουδ. το πανομοιότυπο(ν) ως ουσ., η απόλυτα πιστή αναπαράσταση ή αντιγραφή πρωτοτύπου
✦ καθετί που μοιάζει καταπληκτικά με κάτι άλλο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–