παλαιοχριστιανικός
Προφορά
Ετυμολογία
παλαιοχριστιανικός παλαιός + χριστιανός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ παλαιοχριστιανικός -ή, -ό
✦ που ανήκει ή αναφέρεται στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους: παλαιοχριστιανική τέχνη (η τέχνη των τριών πρώτων αιώνων του χριστιανισμού)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–